- μικροκρυσταλλικός
- -ή, -ό1. γεωλ. χαρακτηρισμός πετρώματος τού οποίου ο ιστός έχει σχηματιστεί από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων, ορατών μόνον με το μικροσκόπιο2. (χημ.-ορυκτολ.) χαρακτηρισμός στερεών σωμάτων, κυρίως μετάλλων και κραμάτων, η δομή τών οποίων συνίσταται από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν μόνο με τη βοήθεια μικροσκοπίου3. φρ. «μικροκρυσταλλικός κηρός»(χημ.-τεχνολ.) ποικιλία κηρού, προϊόν τής κατεργασίας τού πετρελαίου, που διαφέρει από τους παραφινικούς κηρούς, γιατί αποτελείται από μικρότερους και λιγότερο ευδιάκριτους κρυστάλλους και έχει μεγαλύτερο ιξώδες και υψηλότερο σημείο τήξης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microcrystallin (βλ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.