μικροκρυσταλλικός

μικροκρυσταλλικός
-ή, -ό
1. γεωλ. χαρακτηρισμός πετρώματος τού οποίου ο ιστός έχει σχηματιστεί από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων, ορατών μόνον με το μικροσκόπιο
2. (χημ.-ορυκτολ.) χαρακτηρισμός στερεών σωμάτων, κυρίως μετάλλων και κραμάτων, η δομή τών οποίων συνίσταται από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν μόνο με τη βοήθεια μικροσκοπίου
3. φρ. «μικροκρυσταλλικός κηρός»
(χημ.-τεχνολ.) ποικιλία κηρού, προϊόν τής κατεργασίας τού πετρελαίου, που διαφέρει από τους παραφινικούς κηρούς, γιατί αποτελείται από μικρότερους και λιγότερο ευδιάκριτους κρυστάλλους και έχει μεγαλύτερο ιξώδες και υψηλότερο σημείο τήξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microcrystallin (βλ. μικρ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πορφύρες — Εκρηξιγενή πετρώματα, που προέρχονται συνήθως από όξινα μάγματα, χωρίς όμως να αποκλείονται και τα μη χαλαζιακά. Βασική σημασία έχει ο ιστός τους, που είναι αφανιτικός (μικροκρυσταλλική θεμελιώδης μάζα και μικροκοκκώδης) ή πορφυροειδής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”